παρέκτατοι

παρέκτατοι
οι, Α
αυτοί που εισέρχονται από την ηλικία τών παίδων στην εφηβική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. parectatus, -a, -um «έφηβος, σε ηλικία γάμου». Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, η άποψη ότι η λατ. λ. έχει προέλθει από παραφθορά τού ελλ. παρεύτακτοι «έφηβοι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”